- ραφφλεσία
- και ραφφλέσια, η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με ιδιόμορφη μορφολογία, που παρασιτούν στις ρίζες άλλων φυτών, έχουν το μεγαλύτερο άνθος τού κόσμου, με διάμετρο μέχρι και ένα μέτρο, και ανήκουν στην οικογένεια ραφφλεσιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rafflesia, από το όν. του Άγγλου διοικητή αποικιών Sir Thomas S. Raffles].
Dictionary of Greek. 2013.